Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γέρων δὲ χωρεῖ χλανίδα καὶ κονίποδα ἔχων

См. также в других словарях:

  • χλανίς — ίδος, ἡ, Α 1. λεπτό και ελαφρύ μάλλινο πανωφόρι για την προφύλαξη από το ψύχος («γέρων δὲ χωρεῑ χλανίδα καὶ κονίποδα ἔχων», Αριστοφ.) 2. χλαμύδα 3. σκέπασμα για τον ύπνο 4. φρ. «χλανίδα φορεῑν» λεγόταν για να χαρακτηρίσει εκτεθηλυσμένο τρόπο ζωής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»